νεόπλυτος

νεόπλυτος
νεόπλυτος, -ον (Α)
αυτός που πλύθηκε πρόσφατα, ο φρεσκοπλυμένος («εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -πλυτος (< πλύνω), πρβλ. παλίμ-πλυτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεόπλυτον — νεόπλυτος newly washen masc/fem acc sg νεόπλυτος newly washen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόπλυτα — νεόπλυτος newly washen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεοπλυνής — νεοπλυνής, ές (Α) νεόπλυτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πλυνής (< πλύνω), πρβλ. ευ πλυνής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”